προεμμηνορροϊκός
Προφορά
Ετυμολογία
προεμμηνορροϊκός προ + εμμηνόρροια
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προεμμηνορροϊκός -ή, -ό
✦ που εμφανίζεται, πριν από την εμμηνόρροια: προεμμηνορροϊκό σύνδρομο (οι παθολογικές εκδηλώσεις κατά τις μέρες πριν από την εμμηνόρροια)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–