προεισπράττω


προεισπράττω
Προφορά

Ετυμολογία
προεισπράττω προ + εισπράττω

Ερμηνεία
ρήμα προεισπράττω

✦ εισπράττω χρηματικό ποσό, πριν γίνει απαιτητό: έχει προεισπράξει δύο μισθούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.