προεικόνιση


προεικόνιση
Προφορά

Ετυμολογία
προεικόνιση προεικονίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προεικόνιση

✦ η εκ των προτέρων παράσταση με εικόνες των στοιχείων πράξης, γεγονότος ή φαινομένου: προεικόνιση της συντέλειας του κόσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.