προεδρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
προεδρεύω αρχαία ελληνική προεδρεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προεδρεύω
✦ είμαι πρόεδρος, ασκώ καθήκοντα προέδρου
✦ (μέσ.) προεδρεύομαι, έχω ως πρόεδρο: το συμβούλιο προεδρεύεται από Αρεοπαγίτη
✦ προεδρευομένη Δημοκρατία, που έχει ως αρχηγό του κράτους πρόεδρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–