προεγχειρητικός


προεγχειρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
προεγχειρητικός προ + εγχειρητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προεγχειρητικός -ή, -ό

✦ αυτός που γίνεται πριν από χειρουργική επέμβαση: προεγχειρητική αγωγή – προεγχειρητικός έλεγχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.