προεγγράφομαι
Προφορά
Ετυμολογία
προεγγράφομαι μέσ. του μεταγενέστερη ελληνική προ-εγγράφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προεγγράφομαι
✦ εγγράφομαι εκ των προτέρων, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει μια διαδικασία (διανομή, λειτουργία κτλ.) στην οποία θέλω να λάβω μέρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–