προδότισσα
Προφορά
Ετυμολογία
προδότισσα αρχαία ελληνική προδότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προδότισσα
✦ θηλ. προδότρια κ. προδότρα κ. προδότισσα (Κ -τις, -ιδος) αυτός που προδίνει την πατρίδα του
✦ που καταδίδει πρόσωπο σε εχθρούς
✦ που αθετεί ηθικές υποχρεώσεις
✦ που εγκαταλείπει φίλους ή οικείους σε ώρα ανάγκης
✦ που φανερώνει μυστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–