προδιάθεση
Προφορά
Ετυμολογία
προδιάθεση μεταγενέστερη ελληνική προδιάθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προδιάθεση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προδιαθέτω
✦ έμφυτη ικανότητα, κλίση |(ιατρ.) φυσική ή επίκτητη δεκτικότητα του οργανισμού προς νοσηρές καταστάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–