προδίδω


προδίδω
Προφορά

Ετυμολογία
προδίδω αρχαία ελληνική προ-δίδωμι

Ερμηνεία
προδίδω

✦ κ. προδίνω ρ. (πρόδωσα, προδόθηκα, προδομένος) αθετώ ηθική υποχρέωσή μου: πρόδωσε τις αρχές της οικογένειάς του – τα ιδανικά του
✦ δίνω σε εχθρό την ευχέρεια να βλάψει την πατρίδα μου
✦ καταδίδω πρόσωπο σε εχθρούς του
✦ εγκαταλείπω φιλικό ή οικείο πρόσωπο σε ώρα ανάγκης
✦ φανερώνω κάτι από πρόθεση ή από απερισκεψία: τον πρόδωσε η βιασύνη του – η νευρικότητά του – δεν προδίνω μυστικό που μου εμπιστεύτηκαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.