προγραμματίστρια


προγραμματίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
προγραμματίστρια προγραμματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προγραμματίστρια

✦ θηλ. προγραμματίστρια ειδικός για την κατάρτιση προγράμματος (βλ. λ.) για ηλεκτρονικό υπολογιστή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.