προγραμματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
προγραμματίζω πρόγραμμα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προγραμματίζω
✦ καταρτίζω πρόγραμμα, σχέδιο ενέργειας ή δράσης
✦ προκαθορίζω, σχεδιάζω μελλοντικές ενέργειες: προγραμματίζω ένα ταξίδι στο εξωτερικό
✦ καταρτίζω πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
✦ ρυθμίζω συσκευή ώστε να λειτουργήσει την προκαθορισμένη ώρα και διάρκεια: προγραμματίζω το βίντεο να εγγράψει τηλεοπτική εκπομπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–