προγονοκαπηλεία
Προφορά
Ετυμολογία
προγονοκαπηλεία πρόγονος + καπηλεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προγονοκαπηλεία
✦ ιδιοτελής εκμετάλλευση, συν. ιδεολογική και πολιτική, της δόξας των προγόνων: …να εκφράσει την αντίδρασή του… για την προγονοκαπηλεία (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–