προγνωστικό


προγνωστικό
Προφορά

Ετυμολογία
προγνωστικό └ουδ┘ του επιθέτου προγνωστικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το προγνωστικό

✦ η ικανότητα της πρόγνωσης, της προαίσθησης
✦ πρόβλεψη με βάση ορισμένα δεδομένα |(ιατρ.) υποθετικός προκαθορισμός της πορείας μιας αρρώστιας
✦ στοιχείο από το οποίο μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε προγνώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.