προέκταση


προέκταση
Προφορά

Ετυμολογία
προέκταση προεκτείνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προέκταση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προεκτείνω, η αύξηση σε έκταση ή μήκος
✦ η γραμμή ή η επιφάνεια όπου προεκτείνεται κάτι
✦ νοητικός χώρος επέκτασης των σκέψεων: οι θρησκείες με τις μεταφυσικές προεκτάσεις της επίγειας ζωής (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.