προέκπτωση


προέκπτωση
Προφορά

Ετυμολογία
προέκπτωση προ + έκπτωση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προέκπτωση

✦ μείωση της τιμής πώλησης εμπορεύματος, αμέσως πριν από την περίοδο των εκπτώσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.