πριν
Προφορά
Ετυμολογία
πριν αρχαία ελληνική πρίν
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πριν
✦ κ. σύνδ. σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού: πριν έρθεις – το σκέφτηκα πριν να μου το πεις – πριν ή συμβούν αυτά – πριν από τον πόλεμο
✦ (συνεκδ.) άλλοτε: αυτά γινόντουσαν πριν, τώρα δε γίνονται
✦ αντί της προ, μπροστά: είναι στη σειρά, πριν από μένα
✦ με το άρθρο (σε όλα τα γένη, αριθμούς και πτώσεις) ο προηγούμενος, πρότερος: στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο (Γ. Γεραλής) – μη σκέφτεσαι τα πριν, τα όσα έγιναν στο παρελθόν
✦ φρ. πριν της ώρας του, πρόωρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μετά
Επιρρήματα
–