πριγκιπικός
Προφορά
Ετυμολογία
πριγκιπικός πρίγκιψ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πριγκιπικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται σε πρίγκιπα: πριγκιπικό αξίωμα
✦ που ταιριάζει σε πρίγκιπα, πλούσιος, μεγαλοπρεπής: κάνει πριγκιπική ζωή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πριγκιπικά (Κ πριγκιπικώς)