πρεταπορτέ


πρεταπορτέ
Προφορά

Ετυμολογία
πρεταπορτέ └γαλλ┘ prêt-a-porter (= έτοιμο για φόρεμα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πρεταπορτέ

✦ (για ένδυμα) που έχει κατασκευαστεί από πριν, ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος αμέσως μόλις το αγοράσει, έτοιμος: η μόδα του πρεταπορτέ – πρεταπορτέ ενδύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.