πρεσβυωπία


πρεσβυωπία
Προφορά

Ετυμολογία
πρεσβυωπία πρεσβύωψ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρεσβυωπία

(ιατρ.) αδυναμία της οράσεως, κατά την οποία ο πάσχων δε βλέπει καλά τα κοντινά αντικείμενα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.