πρεσβυτεριανοί


πρεσβυτεριανοί
Προφορά

Ετυμολογία
πρεσβυτεριανοί πρεσβύτερος

Ερμηνεία
πρεσβυτεριανοί

✦ ουσ. (εκκλ.) Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, που απορρίπτουν το επισκοπικό αξίωμα και διοικούνται από πρεσβυτέρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.