πρεσβεύω
Προφορά
Ετυμολογία
πρεσβεύω αρχαία ελληνική πρεσβεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πρεσβεύω
✦ είμαι πρεσβευτής, αντιπροσωπεύω χώρα σε άλλη
✦ μεσολαβώ, μεσιτεύω
✦ πιστεύω, ομολογώ, παραδέχομαι: τι πρεσβεύει, αδύνατο να καταλάβεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–