πρεσάρισμα


πρεσάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
πρεσάρισμα πρεσάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρεσάρισμα

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του πρεσάρω
(μτφ. ) το να κατέχεται κάποιος από άγχος, από πίεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.