πρεπούμενος


πρεπούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
πρεπούμενος πρέπω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρεπούμενος -η, -ο

✦ ο κατάλληλος ή ο επιβαλλόμενος: έγιναν οι πρεπούμενες τελετές
✦ ουδ. το πρεπούμενο ως ουσ., ό,τι δικαιωματικά ανήκει σε κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.