πρεμούρα


πρεμούρα
Προφορά

Ετυμολογία
πρεμούρα └ιταλ┘premura

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρεμούρα

✦ βιασύνη, φούρια: τον έπιασε πρεμούρα να τελειώσει το έργο
✦ ιδιαίτερος ζήλος: ποτέ δεν αισθάνθηκα την πρεμούρα να είμαι σύγχρονος (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.