πρεζάρισμα


πρεζάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
πρεζάρισμα πρεζάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρεζάρισμα

✦ η λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικής ουσίας με ρούφηγμα από τη μύτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.