πραχτικός


πραχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
πραχτικός αρχαία ελληνική πρακτικός

Ερμηνεία
πραχτικός

✦ κ. πραχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) ο αναφερόμενος στην πράξη, την πείρα, που αποβλέπει στην εφαρμογή
✦ ο ωφέλιμος, κατάλληλος, πρόσφορος σε κάτι, που διευκολύνει την εργασία ή χρησιμοποιείται άνετα: πρακτική μέθοδος – πρακτικά μέσα
✦ (για πρόσ.) αυτός που εφαρμόζει στην επαγγελματική του δραστηριότητα την πείρα του και όχι θεωρητικά αποκτημένες γνώσεις, εμπειρικός: πρακτικός γιατρός – πρακτική μαμή
✦ πρακτική παιδεία, που καλλιεργεί περισσότερο τις φυσικομαθηματικές επιστήμες ή αποβλέπει στην απόκτηση τεχνικών γνώσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα
θεωρητικός
Επιρρήματα
πρακτικά (Κ πρακτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.