πρατήριο
Προφορά
Ετυμολογία
πρατήριο αρχαία ελληνική πρατήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρατήριο
✦ κατάστημα λιανικής πώλησης ορισμένου είδους εμπορεύματος: πρατήριο ψωμιού – βενζίνης
✦ κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για τα μέλη συνεταιρισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–