πρασινίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πρασινίζω μεταγενέστερη ελληνική πρασινίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πρασινίζω
✦ βάφω κάτι πράσινο
✦ (αμτβ.) γίνομαι πράσινος
✦ φρ. πρασίνισε από το κακό του – από το φόβο του κτλ., ενοχλήθηκε πάρα πολύ – φοβήθηκε πάρα πολύ κτλ.
✦ (για τα φυτά και τη γη) σκεπάζομαι από φύλλα ή χλόη: ήλθες, Μάρτιε, κι επρασίνισαν πάλιν οι κάμποι (Ι. Καρασούτσας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–