πραξικόπημα


πραξικόπημα
Προφορά

Ετυμολογία
πραξικόπημα μεταγενέστερη ελληνική πραξικοπῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πραξικόπημα

✦ αιφνιδιαστική και δόλια ενέργεια
✦ (ειδ.) δυναμική πολιτική ή στρατιωτική ενέργεια που καταλύει το σύνταγμα μιας χώρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.