πραξικοπηματικός


πραξικοπηματικός
Προφορά

Ετυμολογία
πραξικοπηματικός πραξικόπημα

Ερμηνεία
επίθετο┘ πραξικοπηματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε πραξικόπημα ή που γίνεται με πραξικόπημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πραξικοπηματικά (Κ πραξικοπηματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.