πραματευτής


πραματευτής
Προφορά

Ετυμολογία
πραματευτής μεσαιωνική ελληνική πραματευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πραματευτής

✦ έμπορος υφασμάτων
✦ πλανόδιος έμπορος, γυρολόγος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.