πρακτικό


πρακτικό
Προφορά

Ετυμολογία
πρακτικό αρχαία ελληνική πρακτικόν, └ουδ┘ του επιθέτου πρακτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρακτικό

✦ συνοπτική γραπτή έκθεση για γεγονός, ενέργεια ή απόφαση
✦ πληθ. πρακτικά, επίσημη έκθεση των όσων ειπώθηκαν σε συνεδρίαση οργανωμένου σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.