πρακτική


πρακτική
Προφορά

Ετυμολογία
πρακτική └θηλ┘ του επιθέτου πρακτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρακτική

✦ η εφαρμογή στην πράξη θεωρητικών γνώσεων ή απόψεων: σωστά όσα λες, αλλά σκοντάφτουν στην πρακτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.