πρακτέον


πρακτέον
Προφορά

Ετυμολογία
πρακτέον └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού πρακτέος, -α, -ον, ρηματ. επίθετο του ρήματος πράττω

Ερμηνεία
πρακτέον

✦ ως ουσ. αυτό που πρέπει να γίνει: έφυγαν από κει στενοχωρημένοι, μη γνωρίζοντας περί του πρακτέου (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα
φρ. το δέον γενέσθαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.