πραιτοριανός


πραιτοριανός
Προφορά

Ετυμολογία
πραιτοριανός μεταγενέστερη ελληνική πραιτωριανός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πραιτοριανός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον πραίτορα
✦ πληθ. πραιτοριανοί, οι μισθοφόροι του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού στρατού
✦ (σήμερα) μισθοφόροι ή στρατιωτικοί στην υπηρεσία δικτατόρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.