πραγματικός


πραγματικός
Προφορά

Ετυμολογία
πραγματικός μεταγενέστερη ελληνική πραγματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πραγματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στα πράγματα
✦ που αληθινά υπάρχει, αντικειμενικός
✦ (νομ.) ο αναφερόμενος σε εμπράγματη σχέση δικαίου

Συνώνυμα

Αντίθετα
φαινομενικός, φανταστικός, ψευδής
Επιρρήματα
πραγματικά (Κ πραγματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.