πραΰνω


πραΰνω
Προφορά

Ετυμολογία
πραΰνω αρχαία ελληνική πραΰνω

Ερμηνεία
ρήμα πραΰνω

✦ μαλακώνω, γαληνεύω, ημερώνω: να τον εξευμενίσει, να του πραΰνει τη σκληρότητα με τη στοργή (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα
ηρεμώ, κατευνάζω
Αντίθετα
εξάπτω, ερεθίζω, εξαγριώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.