πραίτορας
Προφορά
Ετυμολογία
πραίτορας μεταγενέστερη ελληνική πραίτωρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πραίτορας
✦ τίτλος αιρετών αρχόντων στην αρχαία Ρώμη
✦ ο προϊστάμενος των δικαστών ενός θέματος (νομού) στο Βυζάντιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–