πρίμος


πρίμος
Προφορά

Ετυμολογία
πρίμος κατά Μ. Φιλήντα από το └ιταλ┘primo (=πρώτος)• κατά Χατζιδάκι, από το πρυμνός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρίμος -α, -ο

✦ ευνοϊκός, ούριος
✦ φρ. πάω πρίμα, ταξιδεύω με ούριο άνεμο· (κ. μτφ.) προκόβω, ευοδώνομαι: οι δουλειές πάνε πρίμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
όρτσα
Επιρρήματα
πρίμα, με ευνοϊκό άνεμο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.