πρίζα
Προφορά
Ετυμολογία
πρίζα └γαλλ┘ prise (=λήψη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρίζα
✦ εξάρτημα ηλεκτρικής συσκευής ή εγκατάσταση για τη λήψη ρεύματος, ρευματοδότης
✦ (φρ. αργκό) είμαι στην πρίζα, βρίσκομαι σε κατάσταση υπερδιέγερσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–