πρέστο


πρέστο
Προφορά

Ετυμολογία
πρέστο └ιταλ┘presto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πρέστο

✦ διεθνής όρος που σημαίνει τη γοργή χρονική αγωγή
✦ το υπερθ. πρεστίσιμο, η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.