πρέπων
Προφορά
Ετυμολογία
πρέπων μτχ. ενεστ. του ρήματος πρέπω
Ερμηνεία
πρέπων
✦ -ουσα, -ον (γεν. αρσ. κ. ουδ. -οντος) μτχ. ως επίθ. ο επιβαλλόμενος από τις κρατούσες συνθήκες ή από την καλή συμπεριφορά: πρέπουσα συμπεριφορά
✦ ουδ. πρέπον κ. ιδ. στον πληθ. πρέποντα ως ουσ., το σωστό, το δίκαιο
✦ κατάλληλος, που αρμόζει στις περιστάσεις ή επιβάλλεται από τις κρατούσες συνθήκες: επειδή το μετάξι κόβεται με τον καιρό και δεν ήταν πρέπον να βγαίνει με σκισμένα ρούχα, σταμάτησε να βγαίνει έξω (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–