πρέπει
Προφορά
Ετυμολογία
πρέπει γ΄ εν. πρόσ. ενεστ. του ρήματος πρέπω
Ερμηνεία
πρέπει
✦ απρόσ. ρ. (μόνο σε ενεστ. και παρατ.) επιβάλλεται, είναι αναγκαίο, σωστό ή δίκαιο: πρέπει να γίνει αμέσως – έπρεπε να τον μαλώσεις
✦ (με επιρρημ. σημ.) πιθανόν να…, φαίνεται ότι: πρέπει να χιόνισε στα βουνά – πρέπει να είναι καχύποπτος για να αντιδράσει έτσι
✦ (ως επίθ.) πρόσφορος, κατάλληλος: το μέρος είναι ό,τι πρέπει για να κατασκηνώσουμε
✦ φρ. πρέπει να… προφανώς, εξάπαντος, οπωσδήποτε: πρέπει να ‘χει αρκετά λεφτά – έπρεπε να… (με παρατατικό) θα ήταν χρήσιμο: έπρεπε να ήμουν εγώ και θα τον συγύριζα – καθώς πρέπει, όπως επιβάλλεται, όπως αρμόζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–