πρέζα


πρέζα
Προφορά

Ετυμολογία
πρέζα └ιταλ┘presa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρέζα

✦ ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη
✦ (γεν.) μικρή ποσότητα
✦ (ειδ.) ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.