πράττω
Προφορά
Ετυμολογία
πράττω αρχαία ελληνική πράττω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πράττω
✦ ενεργώ, εκτελώ: φρ. καλώς έπραξες (καλά έκανες)
✦ πληθ. ουδ. μτχ. παθ. πρκμ. πεπραγμένα ως ουσ., πράξεις ή αποφάσεις, ιδ. διασκεπτόμενου σώματος, συμβουλίου, διοικητικού ή άλλου οργάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–