πράσινος
Προφορά
Ετυμολογία
πράσινος αρχαία ελληνική πράσινος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πράσινος -η, -ο
✦ που έχει το χρώμα του νωπού χόρτου, το χρώμα ανάμεσα στο κίτρινο και στο μπλε στο χρωματικό φάσμα
✦ χλοερός
✦ (για καρπούς) άγουρος
✦ ουδ. το πράσινο(ν) ως ουσ., το χρώμα που προέρχεται από ανάμειξη του κίτρινου και του μπλε
✦ η βλάστηση ή η κατάφυτη έκταση
✦ φρ. πράσινα άλογα, για παράλογα και αδύνατα πράγματα
✦ πράσινη επανάσταση, η χρησιμοποίηση υψηλής τεχνολογίας στη γεωργία με σκοπό την αύξηση της παραγωγής, ώστε να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού
✦ (πολ.) πράσινοι, βλ. οικολόγος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–