πράκτορας


πράκτορας
Προφορά

Ετυμολογία
πράκτορας αρχαία ελληνική πράκτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πράκτορας

✦ πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση ξένων υποθέσεων με αμοιβή
✦ πληρωμένο όργανο μυστικής υπηρεσίας που δρα σε ξένη χώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.