πράγμα


πράγμα
Προφορά

Ετυμολογία
πράγμα αρχαία ελληνική πρᾶγμα

Ερμηνεία
πράγμα

✦ καθετί που υπάρχει, έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα της φαντασίας ή τις λογικές έννοιες
✦ κάθε υλικό σώμα, ιδ. το άψυχο
✦ ό,τι κατέχει κανείς, κτήμα, ιδ. κινητό, σκεύος, έπιπλο
✦ ό,τι παράγει κανείς, προϊόν
✦ εμπόρευμα πραμάτεια
(μτφ. ) πράξη, διαγωγή, φέρσιμο
✦ γεγονός, ιστορία, υπόθεση
✦ (νομ.) ό,τι μπορεί να γίνει αντικείμενο περιουσίας είτε υπό συγκεκριμένη μορφή είτε υπό αφηρημένη ως δικαίωμα
✦ το αιδοίο της γυναίκας
✦ το πέος
✦ το ναρκωτικό
✦ (ειδ.) πράμα ύστερα από ουσ. για να επιτείνει την ιδιότητα του ουσ., για να δηλώσει ότι η ενέργεια του προσώπου δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητά του: παιδί πράμα και να λέει βρομόλογα!
✦ φρ. όνομα και πράμα, για κάποιον ή κάτι που οι ιδιότητές του δικαιώνουν την καλή ή κακή του φήμη
✦ πληθ. πρά(γ)ματα, ενοχλήσεις, δυσκολίες, στενοχώριες
✦ κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο, η πολιτεία ή η κοινωνία, περίσταση: δημόσια πράγματα (οι υποθέσεις του κράτους) – φρ. είναι στα πράγματα, ανήκει στην κυβερνώσα παράταξη
✦ εργασίες, ασχολίες
✦ αποσκευές
✦ τα βοσκήματα (πρόβατα, γίδια κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.