πούπουλο
Προφορά
Ετυμολογία
πούπουλο └βενετ┘ pupola
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πούπουλο
✦ το μαλακό χνουδωτό φτερό των πουλιών, πτίλον
✦ (μτφ. ) καθετί το πολύ ελαφρό
✦ φρ. τον έχει στα πούπουλα, τον περιποιείται, τον φροντίζει πάρα πολύ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–