πούλι


πούλι
Προφορά

Ετυμολογία
πούλι └τουρκ┘pul

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πούλι

✦ πεσσός, ιδ. στο τάβλι
✦ μικρό μεταλλικό πετάλιο, διακοσμητικό γυναικείων ενδυμάτων ή κεντημάτων, πούλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.